- ιεροεξεταστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον ιεροεξεταστή ή την Ιερή Εξέταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιεροεξεταστικός — ή, ό [ιεροεξεταστής] αυτός που αναφέρεται στην Ιερά Εξέταση ή στον ιεροεξεταστή … Dictionary of Greek